- ιμπεριαλιστής
- emperyalist
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ιμπεριαλιστής — ὁ αυτός που έχει επεκτατικές τάσεις, αυτός που εφαρμόζει πολιτική ιμπεριαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. imperialist < imperial (< λατ. imperium «εξουσία») + ist] … Dictionary of Greek
ιμπεριαλιστής — ο θηλ. ιμπεριαλίστρια (λ. γαλλ.), αυτός που εμφορείται από ιμπεριαλιστικές ιδέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)